φιλοπερίεργος

φιλοπερίεργος
-η, -ο
ο υπερβολικά περίεργος, ιδίως για ό,τι αφορά τις υποθέσεις των άλλων, ο αδιάκριτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλοπερίεργος — η, ο, Ν υπερβολικά περίεργος, αδιάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + περίεργος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

  • φιλοπεριέργεια — η, Ν [φιλοπερίεργος] υπερβολική περιέργεια, αδιακρισία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”